κλινοποιός

κλινοποιός
ο (Α κλινοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ποιός (< ποιῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλινοποιός — κλῑνοποιός , κλινοποιός maker of beds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κλινοπήξ — κλινοπήξ, ῆγος, ὁ (Μ) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο πήξ, κρυσταλλο πήξ] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπηγός — κλινοπηγός, ὁ (AM) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγός] …   Dictionary of Greek

  • κλινοποιική — κλινοποιϊκή, ἡ (Α) [κλινοποιός] (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής κλινών …   Dictionary of Greek

  • κλινουργός — κλινουργός, ὁ (Α) κλινοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ουργός < ἔργον (πρβλ. ερι ουργός, ταπητ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • κραβαταρία — κραβαταρία, ἡ (Μ) φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. προς το λατ. grabatarius «κλινοποιός»] …   Dictionary of Greek

  • κλινοποιοί — κλῑνοποιοί , κλινοποιός maker of beds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινοποιούς — κλῑνοποιούς , κλινοποιός maker of beds masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινοποιῶν — κλῑνοποιῶν , κλινοποιός maker of beds masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”